ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΙΚΙΟΣ
menu

Συνέπειες της  σύγχρονης οικονομίας

Λέξεις 1470

Αγορά και  Χρήμα

Στα πρώτα βήματα της ανθρώπινης κοινωνίας η απόκτηση και η διάθεση προϊόντων πραγματοποιούνταν με την ανταλλαγή, το «τροκ». Ομως με την πάροδο του χρόνου ήταν φυσικό να πάρει άλλες μορφές αφού η πρακτική της ανταλλαγής γινόταν δυσχερής. Τα προϊόντα απέκτησαν μονάδες ποσότητας και αξία σύγκρισης (π.χ. τόσες χούφτες φασόλια αξίζουν τόσες χούφτες φακή ή τόσους πήχεις ύφασμα). Αυτή η Αξία αντιπροσωπεύθηκε από ένα κοινό για όλα τα είδη μέτρο σύγκρισης, το Χρήμα (μια χούφτα φασόλια αξίζει τόσες δραχμές, κ.ο..κ.). Εδώ παρουσιάζεται στην Ανθρώπινη Ιστορία ένα φαινόμενο, άξιο ιδιαίτερης προσοχής: στην αρχαία Αίγυπτο το χρήμα δεν κυκλοφορούσε, μέχρι την εποχή των Πτολεμαίων, αλλά αποτελούσε απλώς ένα μέτρο σύγκρισης που είχαν οι Αξιωματούχοι για να λύνουν ενδεχόμενες διαφορές. Απαγορεύτηκε όμως στους Ελληνες και τους Εβραίους εμπόρους να το κυκλοφορούν όσο βρίσκονταν στη Αίγυπτο. Αντίστοιχο ενδιαφέρον παρουσιάζει κι η απαγόρευση του τοκισμού από τη Χριστιανική θρησκεία μέχρι την εποχή του Λούθηρου κι από την Ισλαμική μέχρι τις μέρες μας. Οσο είναι αλήθεια ότι η κερδοφορία του Χρήματος αποτελεί κίνητρο για την ανάπτυξη της Οικονομίας στην Ανθρώπινη Κοινωνία, άλλο τόσο αληθεύει ότι αυτή η κερδοφορία εγκυμονεί διαστροφές και κινδύνους. Η ηθική καταδίκη της  κερδοφορίας του Χρήματος δεν μπορεί να είναι τυχαία. Η κοινωνική ηθική, που επιδιώκεται σ’ αυτή την περίπτωση, μπορεί να έχει δύο κυρίως προελεύσεις: η μία σχετίζεται με την ενδεχόμενη  άρνηση προγενέστερου κοινού αισθήματος να δικαιώσει την κερδοφορία του δανεισμού, οποιουδήποτε δανεισμού, αντικειμένου ή χρήματος? η άλλη θα μπορούσε να είναι μια μορφή διαίσθησης που επιδιώκει να προστατεύσει την κοινωνία από διαστροφές και εκφυλισμούς σαν συνέπεια της εφαρμογής και νομιμοποίησης της κερδοφορίας του Χρήματος.

Ο τοκογλύφος ήταν, τα παληά χρόνια, απεχθές πρόσωπο. Εκπληρούσε κάποιο ρόλο στην κοινωνία που δεν τον τιμούσε. Αργότερα αυτός ο ρόλος ξεπεράστηκε από τις νόμιμες τράπεζες. Κι όταν οι τράπεζες αδυνατούσαν να επεκτείνουν τις υπηρεσίες τους, περιοριζόμενες από νομικά εμπόδια, εμφανιζόταν πάλι ο τοκογλύφος με ακόμη απεχθέστερους όρους για να εξυπηρετήσει «πελάτες» αλλά και να οικειοποιηθεί κάποιο χωράφι κάποιο σπίτι. Σε χώρες ισλαμικές τον ρόλο του τοκογλύφου εκπληρούσαν ξένοι. Όμως οι σημερινές καταστροφές και διαστροφές που επέφερε και επιφέρει το Χρήμα ξεπερνάνε κάθε δυνατό όριο ανοχής. Ούτε η Οικουμενική συνοχή της Ανθρώπινης Κοινωνίας ούτε οι παθολογικές μεταλλαγές της Φύσης μπορούν  να εξελίσσονται χωρίς ανεπανόρθωτες συνέπειες.

Οικονομία και Κοινωνία

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που η Οικονομία μεταπήδησε από το ρόλο του μέσου λειτουργίας της κοινωνικής ζωής στον φιλελεύθερο» ρόλο του ρυθμιστή της. Αν η ίδια η Φύση  που προσφέρει γη, νερό κι αέρα στον Ανθρωπο, κακοποιείται από οικονομικές δραστηριότητες κανείς δεν μπορεί να επέμβει για να ρυθμιστούν  αυτές οι δραστηριότητες προς όφελος μιας ισορροπίας ανάμεσα στην Οικονομία τη Φύση και την Κοινωνία. Η απρόσκοπτη λειτουργία της Οικονομίας, στηριζόμενη πάνω στο έμβλημα «Ιaisser faire», δεν μπορεί να δεχθεί καμιά παρέκκλιση  από το στόχο του μικρότερου κόστους που επιβάλλει η απειλή του ανταγωνισμού. Γιατί αν κάποιοι επενδυτές  διαθέσουν χρήματα για να προστατεύσουν το περιβάλλον μέσω της βελτίωσης των εγκαταστάσεων ή μέσω άλλων ρυθμίσεων, αυτό θα γίνει σε βάρος της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε ιδιωτϊκή όσο και σε εθνική κλίμακα. Οι αυστηροί κανόνες που επιβάλλει ο φιλελευθερισμός δεν έχουν ανάγκη  θεσμοθέτησης, γιατί είναι σύμφυτοι με την ελευθερία του «laisser faire» και του "laisser passer".  Ετσι κάθε μείωση κόστους που μπορεί να γίνει σε βάρος π.χ.  της απασχόλησης, ή της Φύσης συντελεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, όρος απαραίτητος για την επιβίωση της φιλελεύθερης οικονομίας. Η επιβίωση όμως αυτή συντελείται ανισόρροπα? πληγώνονται τόσο η κοινωνική συνοχή όσο και η Φύση αφού θίγονται τόσο ο ιστός της Κοινωνίας όσο κι η ισορροπία της Φύσης.

Πριν από λίγες δεκαετίες οι αναπτυσσόμενες χώρες είχαν προσπαθήσει να εξαγάγουν προς τις αναπτυγμένες μερικά προϊόντα ελαφριάς βιομηχανίας. Αμέσως επενέβαιναν οι προστατευτικοί δασμοί  ή ο μηχανισμός  του «ασυμβίβαστου» προς αυθαίρετα επιβαλλόμενες προδιαγραφές  για να προστατευθεί η  εγχώρια παραγωγή. Στο μεταξύ οι αναπτυγμένες χώρες, ανάλογα με την οικονομική τους άνεση, ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητά τους και συγκέντρωναν τις δραστηριότητές τους σε τομείς υψηλών επιστημονικών και οικονομικών απαιτήσεων βασιζόμενοι ταυτόχρονα σε μιαν προηγμένη υποδομή. Αργότερα οι εξελίξεις φανέρωσαν ότι  η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και επενδύσεων ευνοεί αυτούς που κατοχύρωσαν την ανταγωνιστικότητά τους ενώ ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός προκαλεί πτώση των τιμών πρώτων υλών και προϊόντων πλατειάς κατανάλωσης και θίγουν αυτούς που δεν έχουν την κατάλληλη υποδομή για ν’ αναπτύξουν ανταγωνιστική άμυνα.

Ανάπτυξη και υποδομή

Η πρόοδος της οικονομίας μιας χώρας εξαρτάται από την ύπαρξη και την ανάπτυξη μιας υποδομής.  Σε πρωτογενή κλίμακα η γεωργική, π.χ., οικονομία βασίζεται στην τοπική παραγωγή και κατανάλωση. Με τον καιρό παρουσιάζεται η ανάγκη της μεταφοράς, της αποθήκευσης, της συντήρησης, της  βιομηχανικής επεξεργασίας, της ευρύτερης διάθεσης κτλ. Αυτά μπορούν να γίνουν μόνο αν υπάρχει κατάλληλη υποδομή. Αυτή η κατάλληλη υποδομή χρειάζεται μιαν άλλη στην οποία τον κυρίαρχο ρόλο εκπληρούν ένας στοιχειώδης σχεδιασμός, μια ισχυρή οικονομία, και γνώση. Όταν οι αποικίες  ανεξαρτοποιήθηκαν δεν μπόρεσαν, κάτω από το βάρος των δανείων που αναγκάστηκαν να συνάψουν, παρά να συνεχίσουν την καλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Αυτό τις ανάγκασε να παραμελήσουν καλλιέργειες που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν, έστω και εν μέρει, τις επισιτιστικές ανάγκες τους. Ακόμη περισσότερο, δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν μια κατάλληλη υποδομή, όχι μόνο για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής αλλά και για την ανάπτυξη  άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Γι αυτό και δεν αναπτύσσεται η περιφέρεια για ν’ απορροφήσει τους ανέργους οι οποίοι, ακολουθούν τα κύματα της εσωτερικής μετανάστευσης και  στοιβάζονται στις πόλεις- τέρατα για να ζήσουν με λίγα έκτακτα μεροκάματα. Γι’ αυτό και η χώρα παραμένει  υπανάπτυκτη στην ουσία, ή «αναπτυσσόμενη», επί το ευγενικότερο. Γι αυτό και παρουσιάζεται μια σύμφυτη παθολογία που αποτελεί η αδυναμία των υπανάπτυκτων να οικοδομήσουν τη δική τους ανταγωνιστκότητα αλλά αντίθετα υπόκεινται σ’ ένα μεταξύ τους ανταγωνισμό προς όφελος των αναπτυγμένων.

Ελεύθερη οικονομία και σχεδιασμός

Μεγάλη ευθύνη για την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποδόθηκε στην αποτυχία του σχεδιασμού που αποτέλεσε κύριο άξονα της οικονομικής διαχείρισης αυτών των χωρών σε βαθμό ώστε να ενισχύσει ανεπανόρθωτα την έφεση προς την «ελεύθερη αγορά», προς το "laisser faire"  και το "laisser passer" . Όμως ποιό εγχείρημα μπορεί να γίνει στις μέρες μας χωρίς τη βοήθεια του σχεδιασμού; Η βιομηχανία, οι κατασκευές, οι έρευνες, οι συγκοινωνίες, κάθε επιχείρηση και κάθε λειτουργία περνά μέσα από ένα στοιχειώδη έως λεπτομερή σχεδιασμό. Τότε μόνο η κάθε διαχείριση μπορεί να είναι θεμιτή και αποτελεσματική, γιατί με τον σχεδιασμό ορίζονται οι άξονες μιας πορείας, ελέγχονται οι επί μέρους επιπτώσεις και καθορίζονται τα όρια και τα περιθώρια μέσα στα οποία πρέπει να κινούνται οι διάφορες διεργασίες. Το πρόβλημα με τον σχεδιασμό δεν είναι αν επιβάλλεται ή όχι αλλά αν αυτός καθορίζει στόχους και όρια που μπορούν να είναι αποδεκτά. Αν τα όρια μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο, π.χ., τον Ανθρωπο ή την Φύση αυτά τα όρια πρέπει ν’  αναθεωρηθούν. Μ’ αυτή την έννοια ο σχεδιασμός της Οικονομίας καθίσταται επιβεβλημένος γιατί στην Οικονομία εμπλέκονται διεργασίες οι οποίες αφορούν και τον Ανθρωπο και τη Φύση. Δεν μπορεί η Οικονομία ν’ αφήνεται στην Τύχη ούτε στην αναρμόδια κρίση και τις ενέργειες  ατόμων συνδεδεμένων με συμφέροντα δικά τους ή ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Δεν μπορεί επίσης να διαφεύγει από ένα δημοκρατικό έλεγχο ούτε να θίγει την ελευθερία του ανθρώπου να επιλέγει, να έχει ένα λόγο πάνω στην ποιότητα των προϊόντων, ως προς τις υλικές και αισθητικές ιδιότητες.

Υπάρχει μια σημαντική ασυνέπεια στην άσκηση του φιλελευθερισμού, γιατί από τη μια μεριά παροπλίζει την κοινωνία από τα οφέλη του σχεδιασμού της Οικονομίας από την άλλη κάνει χρήση  των πιο προχωρημένων   κατακτήσεων της Επιστήμης για το σχεδιασμό των όποιων επενδύσεων και για την εξασφάλιση και αύξηση του κέρδους. Αντί οι κατακτήσεις αυτές να τεθούν στην υπηρεσία μιας διαχείρισης της Οικονομίας  που λειτουργεί για  τον Ανθρωπο, χρησιμοποιούνται για να καθοδηγούν ακόμη και κερδοσκοπικές προβλέψεις. Δεν μπορεί να θεωρείται σοβαρό το αξίωμα του φιλελευθερισμού ότι «η Αγορά αυτορυθμίζεται». Η Αγορά μπορεί ν’ αυτορυθμίζεται, αλλά σε βάρος της κοινωνίας, γιατί δεν μπορεί να ενδιαφέρεται ούτε για την τύχη του υποψήφιου άνεργου ούτε για τη χημεία της ατμόσφαιρας και του νερού. Εκείνο που την καθιστά «αποτελεσματική», σε σχέση με τους οικονομικούς δείκτες, είναι ακριβώς η αδιαφορία της για τον Ανθρωπο και τη Φύση. Αυτή η αδιαφορία εξοικονομά τα χρήματα που συσσωρεύονται στα ταμεία αυτών που επωφελούνται από τις δήθεν "αυτορρυθμίσεις της Αγοράς".

Θ’ ανατρέξουμε σ’ ένα επιστήμονα που είναι γνωστός για τις χρηματιστικές του δραστηριότητες αλλά και για τη διορατικότητά του πάνω στις δυνατές συνέπειες μιας ανεξέλεγκτης οικονομίας:

«Στερούμαστε της ικανότητας να εξασφαλίσουμε Ειρήνη και ν’ αντιμετωπίσουμε τις υπερβάσεις της χρηματιστικής αγοράς. Χωρίς τους σχετικούς ελέγχους η οικονομία οδηγείται στην κατάρρευση.»

Θ’ αναφέρουμε επίσης τις παρακάτω θέσεις του γνωστού οικονομολόγου Τζων Κένεθ Γκάλμπρεθ

‘’Το γεγονός ότι οι αγορές  δεν αντανακλούν την οικονομία, είναι ένα από τα τεράστια λάθη του συστήματος’’....‘’Είναι η φύση των αγορών και κυρίως των χρηματιστικών αγορών..... Οι τιμές πάνε ψηλά, οι άνθρωποι θέλουν να δουν μιαν ευκαιρία να πλουτίσουν και μπαίνουν στο χρηματιστήριο. Αυτό τους κάνει να πάνε ακόμη πιο ψηλά όσο δικαιολογούνται οι προσμονές τους. Κι αυτό συνεχίζεται  μέχρι την αναπόφευκτη κατάρρευση.’’ (Ελευθεροτυπία 29.10.1997) 

Ιανουάριος 2006